- περιστεραί
- περιστεράcommon pigeonfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
голоубь — ГОЛОУБ|Ь (51), И с. Голубь; мясо голубя: ты же ѩси тетерѩ гѹси рѩби кѹры. голѹби. и прочеѥ брашьно различьно. СбТр ХІI/ХIIІ, 15 об.; а за голѹбь ·ѳ҃· кѹнъ. а за кѹрѩ ·ѳ҃· кѹнь. РПр сп. 1280, 625а; и многа сѹть богатыхъ… прѣкланѩющасѩ къ смѣренымъ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αθροισματικός — ἀθροισματικός, ή, όν (Α) [ἄθροισμα] ομαδικός (για πουλιά που δεν ζουν απομονωμένα ή κατά ζεύγη) «μυρία δὲ ἄλλα τὸν ἀθροισματικόν ᾓρηται βίον, ὡς αἱ περιστεραὶ καὶ γέρανοι καὶ ψάρες καὶ κολοιοί»,... έχουν διαλέξει τον ομαδικό βίο, να ζουν… … Dictionary of Greek
νομάδας — ο και νομάς, ο, η (ΑΜ νομάς, άδος) 1. αυτός που βόσκει αγέλη ζώων και περιπλανιέται μαζί με αυτά από τόπο σε τόπο κυρίως για βοσκή 2. στον πληθ. νομάδες νομαδικές, περιπλανώμενες φυλές, φυλές που περιφέρονται από τόπο σε τόπο για ανεύρεση χώρου… … Dictionary of Greek
περιστερά — I (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του Ν. ημισφαίριου. Αποτελείται βασικά από σκοτεινά αστέρια. II Ορεινός οικισμός (υψόμ. 570 μ.), στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (28 τ. χλμ.). * * * η, ΝΜΑ… … Dictionary of Greek